λειψοσέληνον

λειψοσέληνον
λειψο-σέληνον, τό,
A the moon's first or last quarter, when it is hidden, Paraphr.Poet.de herb.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λειψοσέληνον — λειψοσέληνον, τὸ (Α) το πρώτο ή το τελευταίο τέταρτο τής σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + σελήνη] …   Dictionary of Greek

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”